κουκκουνάρι

κουκκουνάρι
la pinya

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κουκουνάρι — και κουκκουνάρι, το (Μ κουκουνάριον) ο καρπός τού πεύκου, ο κώνος τής κουκουναριάς νεοελλ. 1. ο σπόρος που περικλείεται στον κώνο τού πεύκου 2. φρ. «τόν ταΐζει κουκουνάρια» τον συντηρεί πλουσιοπάροχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κοκκωνάριον (< κόκκων), με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”